- κοσμοφανής
- κοσμοφανής, -ές (Μ)αυτός που γίνεται ορατός στον κόσμο («κοσμοφανής ἀστραπὴ τοῡ πνεύματος», Στουδ. Θεόδ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, αόρ. β' τού φαίνω), πρβλ. αιμο-φανής, οφθαλμο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.