κοσμοφανής

κοσμοφανής
κοσμοφανής, -ές (Μ)
αυτός που γίνεται ορατός στον κόσμο («κοσμοφανής ἀστραπὴ τοῡ πνεύματος», Στουδ. Θεόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' τού φαίνω), πρβλ. αιμο-φανής, οφθαλμο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • мироявленный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. κοσμοφανής) вceм показываемый …   Словарь церковнославянского языка

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”